Μυρωδάτες Πασχαλιές

Ένα μπουκέτο θα κρατώ, με γιούλια και βιολέτες ή άγρια μικρά τριαντάφυλλα, ανάλογα την εποχή, μέχρι και μυρωδάτες πασχαλιές
Και θα φορώ ένα κουστούμι ολόλευκο, με γυάλινα παπούτσια
Και θα χω το πέτο μου ανοιχτό, δίχως γραβάτα, να με χτυπά ο αγέρας
Και θα στηθώ με την αυγή στο λόφο που ναι η εκκλησιά και θα την περιμένω
Εκεί που έπαιζα παιδί και καμα τάμα μια μέρα βροχερή να τηνε ζευγαρώσω
Και κείνη, με τα μαύρα μακριά μαλλιά και τα τραχιά της δάχτυλα, θα ρθει και θα φορεί ολόλευκο αραχνοϋφαντο φουστάνι
Και ένα στεφάνι από άνθη λεμονιάς
Και τα λευκά τακούνια της θα μπήγει στο χορτάρι
Και ο τόπος θα μυρίζει άγρια βιολέτα, είτε ανθεί, είτε όχι
Και στο άλογο της Παναγιάς, πιστό και ολόλευκο, θα χω ζέψει δυο στέφανα από φύκια, πλεγμένα με κλαδιά ελιάς, για να θυμάμαι που τη γνώρισα σα θα μοσχοβολήσει η αλμύρα
Και ο ήχος της εκκλησιάς θα γίνει ο ύμνος μου
Μ’ αυτόν και κείνη κάθε μέρα θα ξυπνώ και με λαχτάρα
Θα ναι η λαχτάρα της αγάπης μας

Όλα τούτα ξύπνησαν στο νου σα σε είδα
Το τάμα, τ’ όνειρο, η επιστροφή
Γιατί είδα τα μαύρα σου μαλλιά
και ίσα που τ ακούμπησα
Γιατί μου χαμογέλασες και άνθη λεμονιάς
φύτρωσαν στα μαλλιά σου
Πλάι στη θάλασσα σ’ αντίκρισα
να πλέκεις φύκια για βραχιόλια
Και μου μαθες τα μυστικά σου
Και θάρρεψα
Και σ’ ονειρεύτηκα
Όνειρο αληθινό

Και γέλασα
Και αγνάντεψα
Και ανέβηκα χίλιες φορές το λόφο μου
Και φόρεσα τα γυάλινα παπούτσια μου για να σε περιμένω
Και το τραγούδησα με τα πουλιά, με την αυγή, με τον αέρα
Και κείνα μου πανε να σου το ψιθυρίσω
Και διάλεξα ένα βράδυ με φεγγάρι

Την ώρα που η σκιά από το λόφο μου βουτούσε στο νερό σου
Και το καμπαναριό της Εκκλησιάς έσπαγε αντάμα με τα κύματα στα βράχια. Και μήτε ήξερα ποιον ήχο να διαλέξω
Τον πάφλασμο της θάλασσας ή το κάλεσμα της μακρινής καμπάνας;
Και ήταν όμορφα. Και γέλαγα. Και η γλώσσα μου έτρεχε και τραγουδούσε. Αντάμα με τη θάλασσα, παρέα με την καμπάνα

Μονάχα που συννέφιασες. Με κοίταξες και θύμωσες
Μα πως θαρρείς πως και εγώ λαχτάρησα το λόφο σου;
Και τούτα τα βραχιόλια που πλεξα ποιος σου πε πως μπορούν μακριά από το θαλασσινό νερό να ζήσουν;
Το βλέπεις κείνο το νησί; Μια βάρκα είναι αραγμένη που η σκιά της φτάνει ως την αμμουδιά. Και γω της τραγουδώ ώσπου να τηνε ανταμώσω
Τι ο καλός μου είναι σ’ αυτή. Και κάθε βράδυ για κείνον σου μιλώ μα συ θαρρώ αγνάντευες!

Αλήθεια, αγνάντευα. Με τ’ όνειρο που τρύπαγε τις φλέβες μου
Αγνάντευα και απ’ τ΄ όνειρο μονάχα με όνειρο ξυπνούσα
Μόνο που δε λογάριαζα
Και φόρεσα τα γυάλινα παπούτσια μου, στις φλέβες μου το όνειρο και βούτηξα στη θάλασσα
Μονάχος μου, μήπως μπορέσω μες την εκκλησιά έτσι να σ’ ανταμώσω…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις