ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΩΙΝΟ ΟΥΡΑΝΟ

Σου μιλάω για τον πρωινό ουρανό.
Το φεγγάρι που κάνει κούνια.
Και έχει στην αγκαλιά του το ξημέρωμα.
Λεπτό σα φέτα πορτοκάλι.
Και κίτρινο.

Σου μιλάω για ένα αστέρι που του κρατάει συντροφιά.
Σα λαμπερή καρφίτσα στο πέτο μιας γυναίκας.
Και για το δρόμο.
Την άσφαλτο, τις ράγες, το μισογκρεμισμένο φυλάκιο.
Με τα ανοιχτά παράθυρα, τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα.
Τη μπάρα που κατεβαίνει αργά.
Και για το τρένο.
Που κουβαλάει δεκάδες δέματα στη ράχη του.
Τι να ναι άραγε...

Σου μιλάω για μια γυναίκα.
Που κατεβαίνει ένα βαγόνι.
Που χάνεται μέσα στην αυγή.
Που ψάχνει για ένα αστέρι.
Και ένα φεγγάρι.
Της είπαν πως είναι μισοφέγγαρο.
Και αυτή έβαψε τα μάτια της μαύρο μελάνι.
Πήρε τους δρόμους.
Και ένα καρότσι άδειο, μεταλλικό.
Με ρόδες που τρίζουν πάνω στα χαλίκια.

Σου μιλάω για την ώρα εκείνη που κρυφοκοίταξα.
Μέσα στη χαραυγή.
Και είδα.
Να απλώνει την άδεια χούφτα της.
Και να γεμίζει τα λεπτά της δάχτυλα.
Με χρώμα κίτρινο, χυμό από μια φέτα μισοφέγγαρο.
Και μετά να λούζεται ολόκληρη.
Το σώμα.
Και τα μαλακά μαλλιά της.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις