ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΝΑ

Λοιπόν Άννα,
θα σου μιλήσω μόνο γι’ αυτό. Τώρα. Αυτή την ήσυχη απογευματινή ώρα του Καλοκαιριού. Με τον ανεμιστήρα να γυρίζει ασταμάτητα μπροστά μου, διαγράφοντας εκατοντάδες ολοστρόγγυλους κύκλους πάνω στο οξυγόνο που αναπνέω. Αφήνοντας τα σημάδια του παντού, πότε δεξιά πότε αριστερά. Σα διάφανα μικρά μισοφέγγαρα που ζωγραφίζουν με αέρα το δικό μου επίπεδο ουρανό.

Πέρασα είκοσι μία ολόκληρες μέρες με το μυαλό μου σφηνωμένο εκεί. Σ΄ εκείνο το βαθύ κόκκινο τοίχο που στις ράχες του αναφύονταν δεκάδες φύλλα από τα αναρριχώμενα «πάθη του Ιησού».
Δρασκέλισα τα μεγάλα πέτρινα σκαλιά δύο δύο προσέχοντας να μη πατήσω τα μυρμήγκια που περπατούσαν σε νομάδες κουβαλώντας βιαστικά την τροφή στη φωλιά τους. Στη χούφτα κρατούσα ένα κουτί σπίρτα που είχα διαλέξει να είναι γεμάτο. Θαρρείς και θα ξόδευα με μιας όλες εκείνες τις μικρές φλόγες. Μήπως και δε φτάσουν.

Σφούγγιζα τα νερά προσεκτικά μ’ ένα μεγάλο σφουγγάρι. Λες και πρόσεχα μην πληγώσω κάποιον με την τραχιά πλευρά του. Η ζέστη ήταν μεγάλη και η σκιά ελάχιστη, από ένα καχεκτικό δέντρο δίπλα στη σιδερένια εξώπορτα. Τα φυτά που ξεφύτρωναν παντού, σε κάθε περβάζι, αρκούσαν μόνο για να ομορφαίνουν τις γωνιές και να χρωματίζουν τη θλίψη που αγνάντευα ολόγυρα.

Όταν ο ιδρώτας άρχισε να στάζει γέμισα ένα κουβά νερό από τη βρύση και τον έριξα με μιας πάνω στο ολόλευκο ανισόπεδο μάρμαρο. Θαρρείς για να ξεπλύνω τη ζέστη από κείνο το μεγάλο σημάδι στο μέτωπο σου. Χαμογέλασα ευχαριστημένη. Μετά πήρα τη μπλε γλάστρα με το βασιλικό και την άφησα στη μέση. Τη πήγα λίγο δεξιά, λίγο αριστερά. Ώσπου τη ταίριαξα. Ήταν σα να στόλιζα με το βάζο το γιορτινό μας τραπέζι.

Η φλόγα έκαιγε ακόμη μέσα στο κόκκινο περίβλημα. Υπολόγισα τη διάρκεια. Και τις μέρες. Είδα το νερό στη γλάστρα. Μύρισα το άρωμα που σκόρπισε παντού όταν έμπηξα τα χέρια μου ανάμεσα στα φύλλα. Μετά είδα εκείνο το όνειρο. Κάθε μέρα άφηνα μια γλάστρα με βασιλικό ανάμεσα στα πόδια σου.

Πήρα τη φωτογραφική μηχανή. Άρχισα να φωτογραφίζω τον κατάφυτο λόφο που έβλεπα απέναντι. Και τους βαθείς κόκκινους τοίχους. Ακολούθησα για λίγο τα μερμήγκια μέχρι να ανακαλύψω τη φωλιά τους. Διάβασα λίγες αράδες από το βυζαντινά γράμματα που κρέμονταν ξεχασμένα και ξέπνοα στη γυάλινη βιτρίνα. Περιεργάστηκα τη ξύλινη κυπαρισσένια πόρτα και τα βιτρό παράθυρα. Πήρα μια ανάσα στο καφέ περβάζι, ανάμεσα στις γλάστρες με τα ανθισμένα οκτωβρίνια. Ήθελα απλά να μείνω κι άλλο.

Έφυγα. Και ξαναέφυγα. Αλλά ο νους μου γυρνούσε εκεί. Ακόμη γυρίζει. Μονάχα που σήμερα Άννα έχασα εκείνη την αίσθηση του κοντά. Μια μικρή ανασφάλεια γέμισε τα πνευμόνια μου. Άνοιξα το μεγάλο χαρτοκιβώτιο και έψαξα να βρω τα κουτιά με τα σπίρτα. Είχα αραδιασμένα στη σειρά μια δωδεκάδα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις