ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ


Θέλω να σου μιλήσω
Για μια μια παπαρούνα
Της θάλασσας

Ήτανε μια φορά
Ένας γαλάζιος ουρανός
Και μια βάρκα ξύλινη
Και ένα πινέλο
Και το πινέλο έβαφε τη βάρκα
Και έμοιαζε με τη θάλασσα το μπλε της
Και λίγο από τον απέραντο ουρανό της
Και γίνανε ένα

Ήταν και μια καλύβα ξύλινη
Γεμάτη αρμύρα στα ριζά της
Κάθε πρωί την έγλυφε το κύμα
Και σμίλευε την ομορφιά της

Ήταν και ένα ξωκλήσι
Μοναχό
Με τοίχους ξεφτισμένους
Με τον ασβέστη να κρέμεται στις πλάτες του
Θαρρείς και είχε ανοιχτές  πληγές
Με άγριες βιολέτες στην αυλή
Και κίτρινο σιτάρι
Με στάχυα άγρια να τα φυσά ο αέρας
Και αυτά να κάθονται στο προσκεφάλι του
Να γέρνουνε σαν αγκαλιά ανοιχτή
Επάνω στο καμπαναριό
Να του απαλύνουνε τον πόνο
Της εγκατάλειψης
Μέχρι ν ακουστεί ο Αι Νικόλας

Ήταν και μια άκρη
Ανάμεσα στη θάλασσα
Και στο νερό που λίμναζε στη γη
Γεμάτη παπαρούνες
Κόκκινες
Άγριες παραπαρούνες

Ανάμεσα σ’ αυτές 
Μια παπαρούνα
Ολοκόκκινη
Όμορφη, απλή
Και ντελικάτη
Που έγερνε προς τη θάλασσα
Που άγγιζε την ανάσα της
Θαρρείς και έσκυβε να πιει να ξεδιψάσει
Θαλασσινό νερό
Για να της δόσει λίγο κόκκινο απ το αίμα της
Και για να πάρει
Λίγο γαλάζιο
Θαρρείς και το αίμα δεν κυλά δίχως τη θάλασσα
Μήτε στα άγρια λουλούδια
Μήτε σε αυτή τη παπαρούνα
Την άγρια
Της θάλασσας

Και η παπαρούνα έτσι έζησε καλά
Και η θάλασσα έζησε περισσότερο

 cΜαριάννα Γεωργοτά

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις