Ο λαχανόκηπος

Άσε το νερό να τρέξει στ’ αυλάκι, έτσι είπε και φόρεσε το μισοξεφτισμένο ψάθινο καπέλο στο ιδρωμένο του κεφάλι
Τον κοιτούσα καθώς βουτούσε με τις πλαστικές γαλότσες του στο κόκκινο μουσκεμένο χώμα και λαχταρούσα να ‘ρθει η ώρα που μου θα δώσει τη μάνικα να ποτίσω και γω ένα κομμάτι από το λαχανόκηπο του. Στο μεταξύ χάζευα στα γύρω χωράφια, μασώντας τούφες από φρέσκο μάλαθρο που φύτρωνε ανάμεσα στις ρίζες από τα ψηλά κυπαρίσσια. Όταν χόρταινα το άρωμα του, ξάπλωνα στο πράσινο χορτάρι και φυσούσα τυλιγμένα φύλλα από άγρια καλάμια στο στόμα. Πότε ένα, πότε δυο μαζί, πότε τρία. Με μάτια κλειστά συνόδευα φυσώντας το τιτίβισμα το άγριων πουλιών, που πετούσαν από κλαδί σε κλαδί στα άγρια δέντρα γύρω μου.
Όταν πια έφτανε η δική μου σειρά – τον έβλεπα που ξάπλωνε στη σκιά μιας μεγάλης ελιάς και μισοέκλεινε τα μάτια με κατεβασμένο το ψάθινο καπέλο του – έβγαζα τις μαύρες γαλότσες και τις χοντρές μάλλινες κάλτσες μου και βουτούσα με πόδια γυμνά στο λασπωμένο χώμα. Ένιωθα το μαλακό κόκκινο πηλό να γλιστράει ανάμεσα στα χοντρά μου δάχτυλα και μαζί μια μικρή συμφωνία από νότες της φύσης γύρω μου με ανέβαζε στα ουράνια. Δεν υπήρχε πιο όμορφη αίσθηση και μεγαλύτερη μαγεία από τούτη.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν μ’ άφηνε να σεργιανίζω γύρω απ’ το λαχανόκηπο του. Ίσως φοβόνταν μήπως μια μέρα ετούτο με πληγώσει. Η γνωριμία δηλαδή αυτής τη λευτεριάς και ο πόνος όταν κάποτε θα τη χωριζόμουν… 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις