Πρώτη μέρα θάνατος



 Τριγυρνούσα στους διαδρόμους μόνη και σαστισμένη. Στο χέρι κρατούσα μια χούφτα κέρματα για το μηχάνημα. Μπήκα στο ασανσέρ μηχανικά. Το νοσοκομείο εφημέρευε και ήταν γεμάτο. Παντού. Στο τετράγωνο κουτί με τη μαγνητοφωνημένη φωνή και τις μικρές στάσεις, στους διαδρόμους, στα δωμάτια, στα εξωτερικά ιατρεία. Άκουγα τις ανάσες τους. Άλλες βαριές και άλλες γρήγορες. Κάποιες γεμάτες πόνο. Μύριζα το χνώτο τους. Φαρμακίλα και μπαγιατισμένος καφές. Ένιωθα τους χτύπους τους, τους παλμούς τους, την καρδιά τους. Το τικ τακ των ρολογιών που κρέμονταν στους ξεθωριασμένους τοίχους. Το τακ τακ των ψηλοτάκουνων παπουτσιών που φορούσαν οι νέες και φρέσκιες νοσηλεύτριες. Το σύρσιμο των ξεχαρβαλωμένων σαμπώ που φορούσαν οι γιατροί. Και κείνη τη φωνή. Που με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα. Που γυρνούσε γύρω από το κεφάλι μου. Που ψιθύριζε πίσω από τα αυτιά μου. Που δεν έλεγε να μ’ αφήσει.
Επιτέλους βρήκα μια μηχανή και άρχισα να αδειάζω τη χούφτα μου με μανία. Θαρρείς και τάϊζα το αδηφάγο τέρας. Θαρρείς και έτσι θα γλίτωνα από τη λυσσαλέα μορφή του. Θαρρείς πως θα νικούσα τη φωνή που με κυνηγούσε και μαζί της το θάνατο. Εκείνο κράτησε όσα χρειάζονταν και έπειτα άρχισε να μου τα επιστρέψει ένα ένα. Ντιν Ντιν. Τρυπώντας μου τα μηνίγγια. Έπιασα το πλαστικό ποτήρι το καφέ και το τύλιξα ολόκληρο στις χούφτες μου. Θέλησα να ζεστάνω τα παγωμένα μου δάχτυλα. Μάταιος κόπος. Μάταιος πόνος. Πια.

Λύγισα τα γόνατα στο πρώτο παγκάκι. Κάτω από ένα μεγάλο πεύκο που είχε φυτέψει τις βελόνες του κάτω από τα πόδια μου. Και κείνες διαπερνούσαν τη χοντρή σόλα του παπουτσιού μου. Και μαζί το πέλμα μου. Που υπέμενε σιωπηρά κάθε μαρτύριο. Που κανένας πόνος δεν τολμούσε να το προφτάσει. Έκλεισα τα μάτια και ένιωσα τα χέρια του. Τις χοντρές παλάμες του να με κλείνουν μέσα στα χοντρά ροζιασμένα του δάχτυλα. Περπατούσαμε μαζί σε τούτο τον κήπο. Σου μάζευα μικρά κουκουνάρια για να στολίσεις το καλάθι σου. Έσπαγες ένα ένα τα ξύλινα φύλλα και έτρωγες με λαχτάρα το ξερό καρπό τους.

Και κείνοι δεν μπορούσαν να μας βρουν ένα παραβάν. Όλοι μαζεμένοι γύρω από το ψηλό κρεβάτι. Ποιος να σ’ αγκαλιάσει πρώτα; Ποια να σου πιάσει το χέρι; Το δωμάτιο ήταν γεμάτο. Τα κρεβάτια στρωμένα αξιοπρεπώς με περιέργους ασθενείς που παρακολουθούσαν. Την δική σου ώρα. Την τελευταία σου. Και τη δική μας πρώτη μας μέρα. Ξαφνικά έστριψα τα θολωμένα μου μάτια μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Δεν βρήκα τίποτα. Ούτε ένα παραβάν. Ένα παραβάν ήθελα μόνο. Όχι ένα δωμάτιο. Για να μας αφήσω μονάχους. Για να σε χαιρετίσουμε με αξιοπρέπεια. Για να σου πούμε το τελευταίο αντίο. Και κείνη η φωνή δεν ντράπηκε να περιμένει. Δεν κρύφτηκε πίσω από καμιά κλειδαρότρυπα. Τρύπωσε με ορμή στο εξάκλινο δωμάτιο και μας φώναξε παγερά και χωρίς ενδοιασμό: Πρώτη μέρα θάνατος. Και μου κόπηκαν τα πόδια.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις