Η επιμονή της μνήμης

Ο δρόμος χάνονταν μέσα σ’ ένα λιβάδι από χρυσά στάχυα
Ο αέρας ξερίζωσε μια μικρή κορυφή και κείνη χτύπησε στο παρμπρίζ
Ο ουρανός ακόμη επούλωνε τις χαρακιές της παγερής νύχτας
Κοίταξα ψηλά
Έπειτα κόλλησα το πρόσωπο στη πάχνη απ’ το τζάμι
Το λιβάδι τώρα έγερνε ολόκληρο
Μια χρυσή καμπύλη που κόντευε να φτάσει τον ορίζοντα
Μια χούφτα κίτρινα σταφύλια με γήινες γραμμές που έτεμναν
προς τη δύση
Ο άντρας με το μάλλινο παλτό δρασκέλισε την ελαιογραφία που κρέμονταν στον τοίχο
Στη αριστερή του τσέπη είχε καρφώσει ένα μικρό δεμάτι στάχυα
Πήρε τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα του και ξεκίνησε τη διαδρομή του
-Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο, με ρώτησε ευγενικά
Δεν του απάντησα. Βιαζόμουν. Είχα ήδη αργήσει στο χειρουργείο
-Δύο λόγια μόνο θα σας πω. Συγχωρέστε με. Ξέρω. Είμαι μόνο ένας ξένος. Μην με απορρίπτετε όμως γι’ αυτό.
Συνέχισα να περπατώ, το βήμα μου όμως έγινε πιο αργό
Εκείνος κατάφερε να με φτάσει
-Δεν έχω όνομα. Επίτρεψε μου να συνεχίσω να μην έχω. Θέλω μονάχα να σου ζητήσω κάτι. Δώσε μου λίγο χρόνο από σένα. Λίγο χρόνο από σένα με σένα.
Γιατί μόνος έχω τόσο.
Γύρισα και τον κοίταξα. Κοντοστάθηκα
-Σε βλέπω κάθε μέρα. Είσαι τόσο όμορφη. Ετούτα τα στάχυα τα μάζεψα για σένα.
Ήταν άσχημος. Πολύ άσχημος. Ήταν το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό όταν τον κοίταξα. Και μετά έβγαλα μια λέξη. Δεν θυμάμαι τι. Κάτι χωρίς φωνήεντα. Σύμφωνα μπερδεμένα.
Έπειτα, στο καφέ, είδα τον άσχημο άντρα δίχως όνομα να κάθεται σε μια μπρούτζινη καρέκλα απέναντι μου. Πίσω του διέκρινα ένα γνωστό πίνακα. Ρολόγια που έλιωναν σ’ ένα λιτό τοπίο. Δεν έκανα κανένα συσχετισμό. Ξαφνικά ένιωσα πως τον ήξερα χρόνια.
Μου μίλησε για τη γυναίκα του. Ένα βράδυ ξύπνησε και κείνη κοιμόνταν ακόμη δίπλα του. Ήταν η πρώτη φορά. Πάντα ξυπνούσε πριν από κείνον για να του ψήσει ένα γλυκό καφέ. Ήταν και η τελευταία.
Σήμερα γλυκό καφέ ήπια μόνο εγώ. Όταν τον ζήτησα διέκρινα στα μάτια του μια μικρή σκιά γεμάτη υγρασία. Ίσα που κρατήθηκε. Εκείνος παρήγγειλε έναν ελληνικό σκέτο.
Μιλούσαμε μέχρι που το τοπίο στο γνωστό πίνακα σκοτείνιασε. Σκοτείνιασε και ο έξω δρόμος. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που οι ώρες κυλούσαν τόσο γρήγορα. Με το φως της μέρας κοίταξα τον ξένο στα μάτια. Είδα πόσο όμορφος ήταν.
Κατηφορίσαμε μαζί το δρόμο μέχρι τη θάλασσα. Είχα περάσει το μπράτσο μου στο μπράτσο του και χάιδευα το πλεχτό παλτό του. Όταν φτάσαμε στο ποδηλατόδρομο εκείνος έβγαλε από την αριστερή του τσέπη το δεμάτι τα στάχυα. Μου τα χάρισε και μου ευχήθηκε καλή αντάμωση. Με άφησε μετέωρη, στο γεμάτο κενό μου. Μου εξήγησε μονάχα πως δεν θα άντεχε άλλο πρωινό με μια γυναίκα να κοιμάται ακόμη στο πλάι του. Είπε πως πια θα άντεχε μονάχα κάτι. Να πίνει γλυκό τον καφέ του. Έπειτα τον είδα να αφήνει την δερμάτινη τσάντα στα πόδια μου και με μια μεγάλη δρασκελιά να τρυπώνει στη ελαιογραφία του λευκού πύργου.
Πέρασαν τόσα χρόνια και όμως κατάφερα να βρω ένα λιβάδι από χρυσά στάχυα…
Ξεδίπλωσα με προσοχή τα ξερά που κρατούσα ακόμη στη χούφτα μου και τα έσπειρα στο χώμα. Δίπλα στα θεριεμένα στάχυα που αντάμωσα. Να θεριέψουν και κείνα. Να μπορέσω να φτιάξω ένα δεμάτι. Και να στο χαρίσω. Όταν σε ανταμώσω.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις