Το κορίτσι της βιτρίνας


Στο νησί μου το στενό δρομάκι όλοι το λένε καντούνι
Εδώ οι πιο πολλοί το λένε στενό δρόμο
Στο νησί μου αν σηκώσεις ψηλά το κεφάλι θα αντικρίσεις μια κατάλευκη μπουγάδα με φόντο ένα γαλαζοπράσινο ουρανό
Εδώ αν σηκώσεις ψηλά το κεφάλι θα δεις ένα τετράγωνο κουτί με ανεμιστήρα να στάζει πάνω σ ένα νεφελώδη ουρανό
Στο νησί μου η θάλασσα είναι τόσο κρύα που φτερουγίζει η καρδιά σου
Εδώ η θάλασσα καίει σα λάβα

Είχα τόσα να σου πω για το νησί μου και για τούτο το τόπο
Όμως εσύ δεν γύρισες καν να με κοιτάξεις
Έμεινες στην ίδια και απαράλλαχτη θέση
Σ’ αυτή που σε πρωτοβρήκα τρεις μήνες πριν και σου έπιασα την κουβέντα
Φορούσες τα ίδια σκονισμένα ρούχα. Κοντή πλεχτή φούστα και ένα πουκάμισο με δαντελένιο γιακά. Είχες σταυρώσει τα πόδια σου, είχες λυγίσει το δεξί σου χέρι, είχες ακουμπήσει στη παλάμη σου το λεπτοκαμωμένο σου πηγούνι και κοίταζες μπροστά. Πάντα μπροστά. Εκεί που οι εργάτες κάθε πρωί σκάβουν την αρχαία πόλη και φυσούν με δέος τα κτερίσματα σκορπίζοντας τη κουρασμένη σκόνη στον αέρα.
Κοιτούσες πάντα με ένα ελαφρό μειδίαμα, ίδια η Μόνα Λίζα. Άραγε γελάς;
Εγώ κρατούσα μια μεγάλη κούπα γεμάτη ζεστό καφέ που άχνιζε τη λευκή ζάχαρη μέχρι τα κρύα μου μάγουλα. Δε φορούσα ποτέ γάντια γιατί ζέσταινα τα χέρια μου πάνω στο σμιλεμένο πηλό που βίαια άλλαζε θερμοκρασία.

Σήμερα το πρωί είδα πάλι το φεγγάρι στον ουρανό
Ξημέρωσε και κείνο έμενε ακόμη καρφιτσωμένο στο πέτο του
Ένα κομμάτι έμεινε. Μια λεπτή φέτα πορτοκάλι που άχνιζε στο ξημέρωμα
Τόσο όμορφη!  Κοίτα. Ακόμη μπορείς να τη δεις

Δε γύρισες ούτε να με κοιτάξεις. Το πηγούνι σου στην ίδια θέση, το βλέμμα σου το ίδιο. Ακόμη και κείνη η κοντή περούκα που φορούσες στο κεφάλι έμενε ασάλευτη. Ούτε μια τρίχα δεν άλλαξε θέση. Ούτε μια τρίχα δε φύσηξε ο πρωινός βοριάς. Ποιός βοριάς; Ποιός αέρας;
Σήμερα πρόσεξα εκείνη την κόκκινη χάρτινη ταμπέλα πάνω από τα μαύρα σου μαλλιά.
Κόκκινη με μεγάλα άσπρα γράμματα. ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Από κάτω με μπλε μελάνι και μικρογράμματη γραφή έλεγε: Όλος ο εξοπλισμός του καταστήματος σε πολύ χαμηλές τιμές. Ανάμεσά τους και συ.

Ξημέρωσε Κυριακή. Πως περνούν η μέρες! Πάει η εβδομάδα. Θα πάρω τα παιδιά και θα πάμε στην παραλία. Μαζί μας θα είναι και κείνος φυσικά.  Κάθε Κυριακή περπατάμε. Κρατάμε γερά  ο ένας το χέρι του άλλου και φτάνουμε μέχρι τις ομπρέλες. Φοράμε στρωτά παπούτσια και παντελόνια με ελαφρύ λάστιχο στη μέση. Μετά καθόμαστε στο αναψυκτήριο για καφέ. Τα παιδιά παίζουν στο μικρό πάρκο με τις κούνιες, δίπλα στο σιντριβάνι και απλώνουν τα χέρια για να πιάσουν τις σταγόνες

Στο νησί κάθε τέτοια μέρα παίρναμε την ξύλινα κίτρινη βάρκα του πατέρα και πηγαίναμε για ψάρεμα. Όλοι θέλαμε να μπούμε μέσα και κείνη η φουκαριάρα έγερνε πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Ποτέ όμως δεν μας πρόδωσε. Ούτε εκείνη, ούτε η θάλασσα. Λάδι κάθε Κυριακή, χειμώνα καλοκαίρι. Έπειτα, να μην της τραγουδήσουμε; Πιάναμε το λα μινόρε από την αρχή και της κάναμε καντάδες. Με  μια γουλιά κόκκινο κρασί. Και κείνο του πατέρα. Αν δεν είχε προλάβει να γίνει, τη θέση του έπαιρνε ο μούστος. Μόνο μια γουλιά, φώναζε και μας ξεπροβόδιζε μέχρι το κεφαλόσκαλο με το ξύλινο μπαστούνι στο χέρι.  Και το κουπί σιγά. Μην πληγώσετε τα ψάρια και τη θάλασσα. Το νου σας…

Το νου σας σου έλεγα και γω και είχα αλλού το μυαλό μου. Και έπειτα έφερα το μυαλό μου εδώ. Και πρόσεξα τους λεκέδες πάνω στο γυαλί. Εσύ ακόμη κοίταζες εκεί. Την αρχαία πόλη. Ακίνητη τόσα χρόνια. Ακίνητη και συ. Με ένα ελαφρό μειδίαμα.
Και τότε είδα τα πλαστικά σου πόδια. Και έκανα ένα βήμα πίσω. Και έπειτα άλλα δυο για να σιγουρευτώ. Και είδα τη γυάλινη βιτρίνα.
Μιλούσα με το κορίτσι της βιτρίνας λοιπόν! Και είχα τόσα ακόμη να πω…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις