ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Η Ανθώ όλο το βράδυ δίπλα στο παράθυρο σκάλιζε λεμονόκουπες, χαράκωνε με το σουγιά, κεντούσε. Γέμισε ένα καλάθι ολάκερο στολίδια για το δέντρο.
Το πρωί ήρθανε τα παιδιά. Η μια τους σα φεγγάρι,  με πρόσωπο ολοστρόγγυλο έφεγγε όπως φέγγει εκείνο. Και η άλλη σαν το έρωτα, τα μαλλιά της έμοιαζαν σαν να τανε φτερά, έτσι όπως χόρευαν στη πλάτη της σα χόρευε και εκείνη.
Βούτηξαν τα χέρια μες τις φλούδες. Πέρασαν κορδέλες στις μπάλες, στα αστέρια, στις καμπανούλες, σε εκείνο το μικρό αγγελάκι που θα ταίριαζαν στη κορυφή. Τα χέρια τους κιτρίνισαν και μύρισαν λεμόνι.
Τα χέρια της Ανθώς φούσκωσαν και  κοκκίνισαν. Ολάκερο το βράδυ δε σταμάτησε. Έκοβε και έραβε τα άνθια της λεμονιάς, τα φύλλα, τους καρπούς της. Και άπλωνε τη μυρωδιά του λεμονιού στο αντικρινό περβάζι. Ήθελε να ξεχαστεί. Να ξεχάσει το φευγιό, τη θάλασσα, το δέντρο του πατέρα. Δίπλα στο παράθυρο μονάχα ο μπάτης της συντρόφεβε. Λες και ερχόντανε από κει για τα δικά της μάγουλα. Και έφερνε μαζί την αύρα και τη μυρωδιά της θάλασσας εκείνης.
Το δέντρο στάθηκε στη μέση του σπιτιού. Στις άκρες του κρέμασαν κανέλα, μοσχοκάρυδο, τούφες από γαρύφαλο. Τα κλαριά του γέμισαν κίτρινα σκαλιστά στολίδια. Στη κορυφή του ακούμπαγε τον ουρανό, έλαμπε και χάιδευε τα αστέρια. Στα πόδια του ταξίδευε ολόκληρη η θάλασσα και η αύρα του πελάγους.

Μαριάννα Γεωργοτά

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις