Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός


Η Λεμονιά από μικρή μάζευε λεμονόκουπες. Στο κήπο της γιαγιάς της είχε μια λεμονιά που κάθε Άνοιξη γέμιζε με όμορφα λευκά ανθάκια. Που έφτανε μέχρι να ‘ρθει Σεπτέμβρης για να μεταμορφωθούν σε κατακίτρινα μυρωδάτα λεμόνια. Η γιαγιά της τα έκοβε τότε απλώνοντας τα χέρια της και γεμίζοντας τα μακριά της δάχτυλα με τους αγαπημένους της καρπούς. Που τους έφτιαχνε μαρμελάδα λεμόνι ή λεμονόπιτα ή δροσερή λεμονάδα για τη Σεπτεμβριάτικη κάψα. Η Λεμονιά θαρρείς από τη γιαγιά της πήρε την αγάπη της γι’ αυτό το ευλογημένο δέντρο με τους ευλογημένους καρπούς. Και το όνομα της της το ‘δωσε ο παππούς της μια μέρα, ένα χρονώ ήταν σχεδόν, όταν την βρήκε στην αυλόπορτα του σπιτιού να προσπαθεί να γευτεί ένα μεγάλο λεμόνι. Άλλοτε γλείφοντας το με τη μικρή γλωσσίτσα της και άλλοτε δαγκώνοντας το με δύναμη με τα μαλακά της ακόμη ούλα.
Τώρα η Λεμονιά, κορίτσι πια, μόνη στο κόσμο, χωρίς την αγαπημένη της γιαγιά ή το παππού της που τη μεγάλωσαν ως εδώ, πολλές φορές βρίσκει συντροφιά ακουμπώντας στο κορμό της λεμονιάς της, αγναντεύοντας τα αστέρια του καλοκαιρινού ουρανού. Η Λεμονιά ήξερε τι θα πει μοναξιά. Θαρρείς πως σα μαχαίρι της κάρφωσε τη καρδιά όταν ακόμη ήταν μωρό μιας μέρας. Την ώρα που η μάνα της έκλεινε τα μάτια της για πάντα. Την ώρα που οι γιατροί την παρέδιδαν με στοργή στη γιαγιά και στο παππού της. Που τη μεγάλωσαν με αγάπη, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να αντικαταστήσουν στην καρδιά της την ανάγκη της μάνας. Τώρα πια τη συνήθισε τη μοναξιά η Λεμονιά.  
Εξάλλου δεν είχε μόνο τη λεμονιά στην αυλή της. Είχε και την Πελαγία. Ένα όμορφο πελαργό, που ερχόνταν κάθε Μάρτη στο χωριό για να βρει τη φωλιά του πάνω στη σκεπή της. Η Πελαγία προσγειώνονταν στη γη ακουμπώντας μαλακά τα μακριά της πόδια πάνω στην πλακόστρωτη αυλή της Λεμονιάς. Έκανε μικρούς κύκλους στο ίδιο σημείο μέχρι να την δει να την κοιτάζει με χαρά πίσω από το τζάμι. Μετά άνοιγε τα φτερά της και ανέβαινε στη σκεπή για να βρει τη φωλιά της και να την επισκευάσει. Πολλές φορές έπαιρνε τα κλαδιά που έτρεχε να της μαζέψει η Λεμονιά τυλιγμένη καλά στο κασκόλ που της είχε πλέξει η γιαγιά της. Της τα άφηνε πάντα στο ίδιο σημείο. Στις ρίζες του αγαπημένου της δέντρου. Άνθρωπος και πουλί είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία εδώ και χρόνια. Να συναντιούνται κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο για να φτιάξουν από την αρχή την ίδια φωλιά.
Η Λεμονία ήταν δασκάλα τώρα πια. Τα πρωινά πήγαινε στο σχολείο. Τα απογεύματα τα περνούσε σε ένα αυτοσχέδιο εργαστήρι, στην αποθήκη του σπιτιού της, κατασκευάζοντας τα έργα της. Βασικό υλικό της ήταν οι λεμονόκουπες. Εκείνη δεν έμαθε ποτέ να φτιάχνει μαρμελάδα λεμόνι όπως η γιαγιά της. Και ας επέμενε να της λέει συχνά τη συνταγή σα μυστική προσευχή. Είχε βρει όμως ένα μοναδικό τρόπο να δουλεύει με τις λεμονόκουπες και να φτιάχνει με αυτές μικρούς θησαυρούς. Τις ξέραινε, τις λείαινε, τις έψηνε ή τις σκάλιζε σα μικρά κίτρινα γλυπτά. Μετά τις ένωνε μ’ ένα δικό της τρόπο, φτιάχνοντας κίτρινα στεφάνια ή πίνακες ή άλλα, πολύτιμα για εκείνη, αντικείμενα.  Πολλές φορές έφτιαχνε ψηφιδωτά με παραστάσεις σε διαφορετικές αποχρώσεις του κίτρινου. Που μύριζαν αποξηραμένο φλοιό λεμονιού. Και σε ταξίδευαν σ’ ένα μαγικό κόσμο που μοσχομύριζε λεμόνι.
Η Λεμονία κρατούσε τα έργα της για δική της χρήση. Στόλιζε μ’ αυτά τις γωνιές του σπιτιού της, τους τοίχους του σαλονιού, την εξώπορτα, τα περβάζια. Ακόμη και τα βιβλία της τα γέμιζε με λεπτές αποξηραμένες φέτες λεμονιού που τις έχωνε ανάμεσα στις σελίδες για να θυμάται που είχε σταματήσει το διάβασμα της. Χάρη σ’ αυτό ανακάλυψε μια μέρα πως οι φέτες αυτές είναι το αγαπημένο γλύκισμα της Πελαγίας. Ένα μεσημέρι, καθώς διάβαζε ένα βιβλίο στην κουνιστή καρέκλα της αυλής, την πήρε μαλακά και γλυκά ο ύπνος. Λίγο πριν προλάβει να κλείσει το βιβλίο της βάζοντας ανάμεσα στις σελίδες του μια αποξηραμένη φέτα λεμόνι. Τότε η Πελαγία, μ’ ένα ελαφρύ φτερούγισμα, έσκυψε πάνω της, αρπάζοντας με το μακρύ ράμφος της την φέτα λεμονιού. Η Λεμονιά ξύπνησε, ακούγοντας το θρόισμα του αγέρα γύρω της, καθώς η Πελαγία άπλωνε τα μεγάλα φτερά της για να πετάξει σκιάζοντας τη. Από τότε της άφηνε ξερές φέτες λεμονιού πάνω στα πέτρινα παρτέρια των δέντρων της. Τις γιορτές τις πασπάλιζε πάντα με ζάχαρη. «Σήμερα είναι γιορτή» της φώναζε καθώς την έβλεπε να πετά στη φωλιά της και η Πελαγία θαρρείς και ήξερε πια πως κάτι αλλιώτικο σημαίνει η μέρα εκείνη.
Η Λεμονιά μεγάλωνε μαζί με τη λεμονιά που είχε στην αυλή της. Τα χρόνια που πέρασαν τις έφεραν πολλές χαρές και λύπες. Όπως συμβαίνει στις ζωές των ανθρώπων. Μια μέρα έγινε γυναίκα, την άλλη έγινε μαμά. Έφερε στον κόσμο τρία παιδιά. Και εκείνα θαρρείς, για ένα περίεργο λόγο, μύριζαν φρέσκο στυμμένο λεμόνι. Όλα αυτά τα χρόνια, κάθε Μάρτη, η Λεμονιά, ό,τι και αν έκανε τ’ άφηνε, και περίμενε πίσω από το τζάμι την Πελαγία να γυρίσει. Η Πελαγία πάντα έφευγε και πάντα γυρνούσε. Τώρα την είχαν μάθει και τα παιδιά της Λεμονιάς. Ξέραιναν για ‘κείνη φέτες λεμονιού και τα τις άφηναν στα παρτέρια της μαμάς τους για να τα βρει εκείνη.
Με τα χρόνια η Λεμονιά άλλαξε. Το χρώμα το μαλλιών της, οι γραμμές στο πρόσωπο της. Το ίδιο και η Πελαγία. Μήπως και τα πουλιά δεν γεμίζουν με γραμμές καθώς τα χρόνια περνάνε; Μήπως το χρώμα τους δε ξεθωριάζει και κείνο όπως το χρώμα των ανθρώπων; Μα και η λεμονιά στην αυλή άλλαξε όψη. Και ‘κείνη θαρρείς και γέρασε. Φόρτωσε τόσες φορές τα κλαδιά της με ολόλευκα άνθη και άλλες τόσες με κατακίτρινους καρπούς. Όλες τις εποχές μοίραζε τους χυμούς της σε ανθρώπους και πουλιά χωρίς τσιγκουνιά. Και οι λεμονόκουπες της είχαν στολίσει στα σπίτια τις γωνιές από τρεις γενιές. Έγειραν τα κλαδιά της. Γέμισαν ρωγμές. Και οι καρποί της λιγόστεψαν. Θαρρείς να μη ντροπιάσουν τη Λεμονιά. Που τώρα πια με τα κουρασμένα της χέρια σκάλιζε πια πιο λίγες λεμονόκουπες.
Ώσπου ήρθε εκείνος ο βροχερός Μάρτης. Που οι μέρες πίσω από το τζάμι κυλούσαν αργά. Που η Λεμονιά, με τα άσπρα της μαλλιά, περίμενε υπομονετικά. Και ας της έλεγε κάτι μέσα της πως η Πελαγία είχε ήδη αντέξει πολύ. Μετά το Μάρτη, ήρθε ο Απρίλης. Και έπειτα, ο Μάης και ο Ιούνης, Ώσπου ήρθε και ο Αύγουστος. Που η γιαγιά Λεμονιά κάθισε στη κουνιστή της πολυθρόνα για να διαβάσει το βιβλίο του καλοκαιριού. Εκείνο που μύριζε ξερές φέτες λεμόνι. Το αγαπημένο γλύκισμα της Πελαγίας.
Εκείνον τον Αύγουστο η γιαγιά Λεμονιά έμεινε στη κουνιστή της πολυθρόνα μέχρι το βράδυ. Ώσπου τη πήρε γλυκά ο ύπνος. Και εκεί, είδε ένα καλοκαιρινό όνειρο. Είδε πως ο αγέρας θρόισε και πάλι. Καθώς η Πελαγία, με μια λεπτή φέτα λεμόνι στο ράμφος της, άνοιγε τα φτερά της για να πετάξει στη φωλιά της. «Όνειρο καλοκαιρινής νυχτός» σκέφτηκε τότε η Λεμονιά και κοιμήθηκε για πάντα…

μαριάννα γεωργοτά

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις